-
1 спор
η διαφωνί/α, η διαφορά, η διένεξη, ο τσακομόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > спор
-
2 светлый
επ., βρ: -тел, -тла, -тло.1. φωτεινός, φωτερός, φαεινός•-ая лампочка φωτεινή λαμπίτσα•
светлый зал φωτεινή αίθουσα•
день φωτόλουστη μέρα.
|| λαμπερός, γυαλιστερός•-ые пуговицы γυαλιστερά κουμπιά.
2. ανοιχτόχρωμος, ξανθόχρωμος•-ое пальто ανοιχτόχρωμο πανωφόρι.
3. διαυγής, πολύ καθαρός•-ое стекло πολύ καθαρό γυαλί•
-ая вода διαυγές νερό.
|| (για φωνή) καθαρός• υψηλός• μεταλλικός.4. ευφρόσυνος, ευχάριστος, χαρωπός• τερπνός•-ые воспоминания ευχάριστες αναμνήσεις.
6. μτφ. καλός, αγαθός, ωραίος• θετικός•-ые и тмные стороны жизни οι καλές και οι κακές πλευρές της ζωής ή οι θετικές και οι αρνητικές πλευρές της ζωής.
7. μτφ. καθαρός, διαυγής•светлый ум φωτεινός νους ή φωτεινό μυαλό.
8. πασχαλινός, λαμπριάτικος. -
3 теиевой
теиев||ойприл1. (находящийся в тени) σκιερός, σύσκιος, ἀπόσκιος:\теиевойа́я сторона дома τό ἀνήλιο μέρος τοῦ σπιτιοὔ·2. жив. σκιώδης, μέ σκιά·3. перен (отрицательный) σκοτεινός, μελανός:\теиевойые стороны жизни οἱ σκοτεινές πλευρές τής ζωής. -
4 сторона
-ы, αιτ. сторону, πλθ. стороны, -рон, -ам θ.1. πλευρό, πλευρά, μέρος•в -у леса προς το μέρος του δάσους•
со -ы поля από το μέρος του χωραφιού•
разойтитесь в разные -ы διαλυθείτε (φύγετε) προς διάφορες κατευθύνσεις.
|| το πλάι•смотреть в -у κοιτάζω στο πλάι•
в -е στο πλάι, δίπλα.
|| σημείο, σημάδι•-ы горизонта τα σημεία του ορίζοντα.
2. τόπος, μέρος• τοποθεσία• περιοχή• χώρα•родная сторона η γενέτειρα•
чужая сторона ξένος τόπος, η ξενιτειά, τα ξένα.
3. μτφ. άκρη, μπάντα, αμεθεξία•держаться в -έ κάθομαι στην άκρη, αμέτοχος, απέχω.
|| μτφ. (με την πρόθεση «С») από τα έξω•со -ы виднее, кто прав απ έξω φαίνεται καλύτερα, ποιος έχει δίκαιο•
посмотреть со -ы κοιτάζω απ έξω.
4. επιφάνεια, όψη, πλευρά•лицевая сторона πρόσοψη, φάτσα• η καλή μεριά, η όρθα.
|| μτφ. άποψη•художественная сторона спектакля η καλλιτεχνική πλευρά του θεάματος•
юридиче-скэя сторона дела η νομική πλευρά της υπόθεσης.
5. ομάδα•враждующие -ы οι εχθρικές πλευρές•
договаривающие -ы τα συμβαλλόμενα μέρη.
6. επίρ. -ой παρακάμπτοντας, προσπερνώντας• κοντά, έξω απο, εκτός.7. (μαθ.) πλευρά•-ы треугольника οι πλευρές του τριγώνου.
εκφρ.в -е от кого – ξεχωριστά απο, ιδιαίτερα•в -у – κατηγ. α) αποφεύγω, παρακάμπτω, αντιπαρέρχομαί. β) κατά μέρος, στην μπάντα (για κάτι ασήμαντο), γ) χώρια, κατά μέρος•на -у – σε ξένους (πουλώ κ.τ.τ.)• со -ы από άποψη, πλευρά•обсудить со всех -он – συζητώ (εξετάζω) απ όλες τις πλευρές•с вашей -ы – από την πλευρά σας•дядя со -ы отца – θείος από τον πατέρα•с одной -ы..., с другой -ы... – από τη μια πλευρά..., από την άλλη πλευρά... ή αφ ενός..., αφ ετέρου...• узнать -ой μαθαίνω εξώδικα•быть на -е – είμαι με το μέρος (κάποιου)•принять (орать, взять) -у чью – παίρνω το μέρος κάποιου•идти (отправляться, убирать(ся) на все четыре стороны – πηγαίνω όπου θέλω, όπου μου γουστάρει•смотреть (глядеть) по -ам – περιφέρω το βλέμμα μου.